σίσων

σίσων
σίζω
hiss
fut part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σίσων — και σίνων, ωνος, ὁ, Α ονομασία φυτού με άνθη αρωματικά και φαρμακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • σίνων — ωνος, ὁ, Α βλ. σίσων …   Dictionary of Greek

  • Γεροποτάμου, δήμος — Νέος δήμος (8.323 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγγελιανών, Αγίου Μάμαντος, Αλφάς, Αχλαδέ, Καλανδαρές, Μαργαρίτων, Μελιδονίου, Μελισσουργακίου, Ορθέ, Πανόρμου, Πασαλιτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”